χορτάτος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει χορτάσει 2. (κατ επέκτ.) πλήρης, γεμάτος («και θυμούς χορτάτος μέσ στα σκότια γνέφη, γέρνει και κοιμάται», Παλαμ.) 3. παροιμ. α) «θέλει και την πίτα ολόκληρη και τον σκύλο χορτάτο» βλ. πίτα β) «ο χορτάτος τού νηστικού… … Dictionary of Greek
άδην — ἅδην και ἄδην επίρρ. (Α) 1. μέχρι κορεσμού, μέχρι αηδίας 2. ασταμάτητα, ατελείωτα 3. ἅλις* 4. φρ. «ἅδην έχω τινός», είμαι χορτασμένος, «μπουχτισμένος» από κάτι, τό έχω βαρεθεί. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ἅδην ανάγεται στην ΙΕ ρίζα *sᾱ / sə «κόρος, κορεννύω,… … Dictionary of Greek
διακορής — διακορής, ές (Α) 1. ο υπερβολικά κεκορεσμένος 2. ο υπερβολικά γεμάτος 3. ο υπερβολικά χορτάτος, υπερχορτασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. < διά + κορής < κόρος] … Dictionary of Greek
μεστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Είναι ένας από τους 37 μάρτυρες της περιόδου των Διοκλητιανού (284 305) και Μαξιμιανού (286 305) στη Βιζύη και στη Φιλιππούπολη. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Αυγούστου. * * * ή, ό (ΑM μεστός, ή, όν) πλήρης,… … Dictionary of Greek
πιστεύω — ΝΜΑ, και στον Ερωτόκρ. πιστεύγω Ν [πιστός] 1. έχω πίστη, έχω εμπιστοσύνη σε κάποιον ή σε κάτι (α. «και λογισμό μη βάνης μπλιο και πίστεψέ μου μένα», Ερωτόκρ. β. «ὅτι οὐκ ἐπίστευσαν ἐν τῷ θεῷ», ΠΔ γ. «κοὐκ ἄλλου σαφῆ σημεῑ ἰδοῡσα τῷδε πιστεύω… … Dictionary of Greek
πλήρης — ες, ΝΜΑ 1. αυτός που έχει ή περιέχει κάτι σε μεγάλη ποσότητα, ο γεμάτος με κάτι (α. «εισήγηση πλήρης αντιφάσεων» β. «το θέατρο ήταν πλήρες» γ. «ἄστυ πλῆρες οἰκιέων τριωρόφων», Ηρόδ. δ. «ποταμόν πλήρη ἰχθύων», Ξεν. 2. ολόκληρος, χωρίς μείωση ή… … Dictionary of Greek
φαγωμένος — η, ο, Ν 1. αυτός που έχει φαγωθεί 2. αυτός που έχει φθαρεί 3. (για πρόσ.) αυτός που έχει φάει, χορτάτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Μτχ. παρακμ. τού ρ. φαγώνομαι] … Dictionary of Greek
Πλαύτος, Τίτος Μάκκιος — (Plautus, Σαρσίνη, Ουμβρία μεταξύ 254 και 251 π.Χ. – Ρώμη 184). Λατίνος κωμικός ποιητής. Νεότατος εργάστηκε σ’ ένα θίασο κωμικών, αλλά γρήγορα σπατάλησε τις οικονομίες του και αναγκάστηκε να γυρίζει τη μυλόπετρα ενός μυλωνά. Οι πληροφορίες αυτές… … Dictionary of Greek
νηστικός — ή, ό αυτός που δεν έφαγε, ο άσιτος: Ο χορτάτος το νηστικό δεν τον πιστεύει (παροιμ.) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)